ρυπαίνω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

ρυπαίνω < αρχαία ελληνική ῥυπαίνω < ῥύπος (σημασιολογικό δάνειο από την αγγλική pollute)[1]

Ρήμα

ρυπαίνω, πρτ.: ρύπανα, αόρ.: ρύπανα, παθ.φωνή: ρυπαίνομαι, π.αόρ.: ρυπάνθηκα, μτχ.π.π.: ρυπασμένος

  1. επιβαρύνω το περιβάλλον με επιβλαβείς ουσίες, ήχο ή φως
      Όσο κι αν ρυπανθεί ο Σαρωνικός, θα μένει ελπίζω πάντα κάποια σχετικά καθαρή ακρογιαλιά. (Κώστας Ταχτσής, Η γιαγιά μου η Αθήνα, 1979 [κείμενα])
  2. (μεταφορικά) λερώνω, βρομίζω

Συγγενικά

 και δείτε τη λέξη ρύπος

Κλίση

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.