αποπυρηνικοποιημένος
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- αποπυρηνικοποιημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος αποπυρηνικοποιώ
Μετοχή
αποπυρηνικοποιημένος -η -ο
- για περιοχή από την οποία έχουν απομακρυνθεί ή στην οποία έχουν απαγορευτεί τα πυρηνικά όπλα
Μεταφράσεις
αποπυρηνικοποιημένος
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.