αποπυρηνικοποιώ
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- αποπυρηνικοποιώ < απο- + πυρηνικός + -ποιώ ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική denuclearise)
Συγγενικά
- αποπυρηνικοποιημένος
- αποπυρηνικοποίηση
- → δείτε τις λέξεις από, πυρηνικός, πυρήνας και ποιώ
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | αποπυρηνικοποιώ | αποπυρηνικοποιούσα | θα αποπυρηνικοποιώ | να αποπυρηνικοποιώ | αποπυρηνικοποιώντας | |
| β' ενικ. | αποπυρηνικοποιείς | αποπυρηνικοποιούσες | θα αποπυρηνικοποιείς | να αποπυρηνικοποιείς | (αποπυρηνικοποίει) | |
| γ' ενικ. | αποπυρηνικοποιεί | αποπυρηνικοποιούσε | θα αποπυρηνικοποιεί | να αποπυρηνικοποιεί | ||
| α' πληθ. | αποπυρηνικοποιούμε | αποπυρηνικοποιούσαμε | θα αποπυρηνικοποιούμε | να αποπυρηνικοποιούμε | ||
| β' πληθ. | αποπυρηνικοποιείτε | αποπυρηνικοποιούσατε | θα αποπυρηνικοποιείτε | να αποπυρηνικοποιείτε | αποπυρηνικοποιείτε | |
| γ' πληθ. | αποπυρηνικοποιούν(ε) | αποπυρηνικοποιούσαν(ε) | θα αποπυρηνικοποιούν(ε) | να αποπυρηνικοποιούν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | αποπυρηνικοποίησα | θα αποπυρηνικοποιήσω | να αποπυρηνικοποιήσω | αποπυρηνικοποιήσει | ||
| β' ενικ. | αποπυρηνικοποίησες | θα αποπυρηνικοποιήσεις | να αποπυρηνικοποιήσεις | αποπυρηνικοποίησε | ||
| γ' ενικ. | αποπυρηνικοποίησε | θα αποπυρηνικοποιήσει | να αποπυρηνικοποιήσει | |||
| α' πληθ. | αποπυρηνικοποιήσαμε | θα αποπυρηνικοποιήσουμε | να αποπυρηνικοποιήσουμε | |||
| β' πληθ. | αποπυρηνικοποιήσατε | θα αποπυρηνικοποιήσετε | να αποπυρηνικοποιήσετε | αποπυρηνικοποιήστε | ||
| γ' πληθ. | αποπυρηνικοποίησαν αποπυρηνικοποιήσαν(ε) |
θα αποπυρηνικοποιήσουν(ε) | να αποπυρηνικοποιήσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω αποπυρηνικοποιήσει | είχα αποπυρηνικοποιήσει | θα έχω αποπυρηνικοποιήσει | να έχω αποπυρηνικοποιήσει | ||
| β' ενικ. | έχεις αποπυρηνικοποιήσει | είχες αποπυρηνικοποιήσει | θα έχεις αποπυρηνικοποιήσει | να έχεις αποπυρηνικοποιήσει | ||
| γ' ενικ. | έχει αποπυρηνικοποιήσει | είχε αποπυρηνικοποιήσει | θα έχει αποπυρηνικοποιήσει | να έχει αποπυρηνικοποιήσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε αποπυρηνικοποιήσει | είχαμε αποπυρηνικοποιήσει | θα έχουμε αποπυρηνικοποιήσει | να έχουμε αποπυρηνικοποιήσει | ||
| β' πληθ. | έχετε αποπυρηνικοποιήσει | είχατε αποπυρηνικοποιήσει | θα έχετε αποπυρηνικοποιήσει | να έχετε αποπυρηνικοποιήσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν αποπυρηνικοποιήσει | είχαν αποπυρηνικοποιήσει | θα έχουν αποπυρηνικοποιήσει | να έχουν αποπυρηνικοποιήσει |
| |
Μεταφράσεις
αποπυρηνικοποιώ
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.