αποπροσανατολιστικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αποπροσανατολιστικός η αποπροσανατολιστική το αποπροσανατολιστικό
      γενική του αποπροσανατολιστικού της αποπροσανατολιστικής του αποπροσανατολιστικού
    αιτιατική τον αποπροσανατολιστικό την αποπροσανατολιστική το αποπροσανατολιστικό
     κλητική αποπροσανατολιστικέ αποπροσανατολιστική αποπροσανατολιστικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αποπροσανατολιστικοί οι αποπροσανατολιστικές τα αποπροσανατολιστικά
      γενική των αποπροσανατολιστικών των αποπροσανατολιστικών των αποπροσανατολιστικών
    αιτιατική τους αποπροσανατολιστικούς τις αποπροσανατολιστικές τα αποπροσανατολιστικά
     κλητική αποπροσανατολιστικοί αποπροσανατολιστικές αποπροσανατολιστικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

αποπροσανατολιστικός < αποπροσανατολίζ(ω) + -τικος ή εξέλιξη της μετοχής της καθαρεύουσας ἀποπροσανατολίζων

Επίθετο

αποπροσανατολιστικός

  1. που αποπροσανατολίζει, οδηγεί επίτηδες ή κατά λάθος σε λανθασμένη κατεύθυνση, που κυριολεκτικά προσανατολίζει λαθεμένα
    • Η πινακίδα ήταν τελικά αποπροσανατολιστική γιατί ο άνεμος την είχε στρέψει στην αντίθετη κατεύθυνση
  2. (μεταφορικά) οι ίδιες έννοιες για ζητήματα που δεν έχουν σχέση με γεωγραφικό ή χωροταξικό προσανατολισμό και χαρακτηρίζουν κάποιον/κάτι που προκαλεί αντιπερισπασμούς ή αποπροσανατολίζει
    • Ο δημοσιογράφος ήταν αποπροσανατολιστικός και δεν άφηνε κανέναν να μπει στην ουσία επειδή θα θιγόταν ο φίλος του υπουργός
    • Συζητούσαμε μια χαρά μέχρι που άνοιξε το στόμα της η Μαρία που όπως ξέρεις λόγω βλακείας και πολυλογίας είναι απολύτως αποπροσανατολιστική

Συγγενικά

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.