αποπροσανατολισμός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο αποπροσανατολισμός οι αποπροσανατολισμοί
      γενική του αποπροσανατολισμού των αποπροσανατολισμών
    αιτιατική τον αποπροσανατολισμό τους αποπροσανατολισμούς
     κλητική αποπροσανατολισμέ αποπροσανατολισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αποπροσανατολισμός < αποπροσανατολίζω + -μός (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική désorientation)

Ουσιαστικό

αποπροσανατολισμός αρσενικό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.