αποπροσανατολίζομαι
Νέα ελληνικά (el)
Κλίση
Παθητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | αποπροσανατολίζομαι | αποπροσανατολιζόμουν(α) | θα αποπροσανατολίζομαι | να αποπροσανατολίζομαι | ||
| β' ενικ. | αποπροσανατολίζεσαι | αποπροσανατολιζόσουν(α) | θα αποπροσανατολίζεσαι | να αποπροσανατολίζεσαι | (αποπροσανατολίζου) | |
| γ' ενικ. | αποπροσανατολίζεται | αποπροσανατολιζόταν(ε) | θα αποπροσανατολίζεται | να αποπροσανατολίζεται | ||
| α' πληθ. | αποπροσανατολιζόμαστε | αποπροσανατολιζόμαστε αποπροσανατολιζόμασταν |
θα αποπροσανατολιζόμαστε | να αποπροσανατολιζόμαστε | ||
| β' πληθ. | αποπροσανατολίζεστε | αποπροσανατολιζόσαστε αποπροσανατολιζόσασταν |
θα αποπροσανατολίζεστε | να αποπροσανατολίζεστε | (αποπροσανατολίζεστε) | |
| γ' πληθ. | αποπροσανατολίζονται | αποπροσανατολίζονταν αποπροσανατολιζόντουσαν |
θα αποπροσανατολίζονται | να αποπροσανατολίζονται | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | αποπροσανατολίστηκα | θα αποπροσανατολιστώ | να αποπροσανατολιστώ | αποπροσανατολιστεί | ||
| β' ενικ. | αποπροσανατολίστηκες | θα αποπροσανατολιστείς | να αποπροσανατολιστείς | αποπροσανατολίσου | ||
| γ' ενικ. | αποπροσανατολίστηκε | θα αποπροσανατολιστεί | να αποπροσανατολιστεί | |||
| α' πληθ. | αποπροσανατολιστήκαμε | θα αποπροσανατολιστούμε | να αποπροσανατολιστούμε | |||
| β' πληθ. | αποπροσανατολιστήκατε | θα αποπροσανατολιστείτε | να αποπροσανατολιστείτε | αποπροσανατολιστείτε | ||
| γ' πληθ. | αποπροσανατολίστηκαν αποπροσανατολιστήκαν(ε) |
θα αποπροσανατολιστούν(ε) | να αποπροσανατολιστούν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | έχω αποπροσανατολιστεί | είχα αποπροσανατολιστεί | θα έχω αποπροσανατολιστεί | να έχω αποπροσανατολιστεί | αποπροσανατολισμένος | |
| β' ενικ. | έχεις αποπροσανατολιστεί | είχες αποπροσανατολιστεί | θα έχεις αποπροσανατολιστεί | να έχεις αποπροσανατολιστεί | ||
| γ' ενικ. | έχει αποπροσανατολιστεί | είχε αποπροσανατολιστεί | θα έχει αποπροσανατολιστεί | να έχει αποπροσανατολιστεί | ||
| α' πληθ. | έχουμε αποπροσανατολιστεί | είχαμε αποπροσανατολιστεί | θα έχουμε αποπροσανατολιστεί | να έχουμε αποπροσανατολιστεί | ||
| β' πληθ. | έχετε αποπροσανατολιστεί | είχατε αποπροσανατολιστεί | θα έχετε αποπροσανατολιστεί | να έχετε αποπροσανατολιστεί | ||
| γ' πληθ. | έχουν αποπροσανατολιστεί | είχαν αποπροσανατολιστεί | θα έχουν αποπροσανατολιστεί | να έχουν αποπροσανατολιστεί | ||
Μεταφράσεις
αποπροσανατολίζομαι
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.