αποπροσανατολισμένος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αποπροσανατολισμένος η αποπροσανατολισμένη το αποπροσανατολισμένο
      γενική του αποπροσανατολισμένου της αποπροσανατολισμένης του αποπροσανατολισμένου
    αιτιατική τον αποπροσανατολισμένο την αποπροσανατολισμένη το αποπροσανατολισμένο
     κλητική αποπροσανατολισμένε αποπροσανατολισμένη αποπροσανατολισμένο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αποπροσανατολισμένοι οι αποπροσανατολισμένες τα αποπροσανατολισμένα
      γενική των αποπροσανατολισμένων των αποπροσανατολισμένων των αποπροσανατολισμένων
    αιτιατική τους αποπροσανατολισμένους τις αποπροσανατολισμένες τα αποπροσανατολισμένα
     κλητική αποπροσανατολισμένοι αποπροσανατολισμένες αποπροσανατολισμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

αποπροσανατολισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου αποπροσανατολίζω

Μετοχή

αποπροσανατολισμένος, -η, -ο

 δείτε τη λέξη αποπροσανατολίζω

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.