αποναρκωμένος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αποναρκωμένος η αποναρκωμένη το αποναρκωμένο
      γενική του αποναρκωμένου της αποναρκωμένης του αποναρκωμένου
    αιτιατική τον αποναρκωμένο την αποναρκωμένη το αποναρκωμένο
     κλητική αποναρκωμένε αποναρκωμένη αποναρκωμένο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αποναρκωμένοι οι αποναρκωμένες τα αποναρκωμένα
      γενική των αποναρκωμένων των αποναρκωμένων των αποναρκωμένων
    αιτιατική τους αποναρκωμένους τις αποναρκωμένες τα αποναρκωμένα
     κλητική αποναρκωμένοι αποναρκωμένες αποναρκωμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

αποναρκωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου αποναρκώνω

Μετοχή

αποναρκωμένος, -η, -ο

  1. που έχει υποστεί νάρκωση
  2. (μεταφορικά) που έχει χάσει την πνευματική του διαύγεια

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.