αποναρκωμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | αποναρκωμένος | η | αποναρκωμένη | το | αποναρκωμένο |
| γενική | του | αποναρκωμένου | της | αποναρκωμένης | του | αποναρκωμένου |
| αιτιατική | τον | αποναρκωμένο | την | αποναρκωμένη | το | αποναρκωμένο |
| κλητική | αποναρκωμένε | αποναρκωμένη | αποναρκωμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | αποναρκωμένοι | οι | αποναρκωμένες | τα | αποναρκωμένα |
| γενική | των | αποναρκωμένων | των | αποναρκωμένων | των | αποναρκωμένων |
| αιτιατική | τους | αποναρκωμένους | τις | αποναρκωμένες | τα | αποναρκωμένα |
| κλητική | αποναρκωμένοι | αποναρκωμένες | αποναρκωμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- αποναρκωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου αποναρκώνω
Μετοχή
αποναρκωμένος, -η, -ο
- που έχει υποστεί νάρκωση
- (μεταφορικά) που έχει χάσει την πνευματική του διαύγεια
Μεταφράσεις
αποναρκωμένος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.