αποναρκώνω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

αποναρκώνω < μεσαιωνική ελληνική αποναρκώ < αρχαία ελληνική ἀποναρκοῦμαι (2.σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική engourdir)

Ρήμα

αποναρκώνω (παθητική φωνή: αποναρκώνομαι)

  1. ναρκώνω (βαθιά) κάποιον, τον ρίχνω σε (βαθιά) νάρκη
     συνώνυμα: αποκαρώνω, (ναρκώνω)
  2. (μεταφορικά) αποκοιμίζω

Συγγενικά

Κλίση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.