απομένων

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο απομένων η απομένουσα το απομένον
      γενική του απομένοντος της απομένουσας
& απομενούσης*
του απομένοντος
    αιτιατική τον απομένοντα την απομένουσα το απομένον
     κλητική απομένων απομένουσα απομένον
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι απομένοντες οι απομένουσες τα απομένοντα
      γενική των απομενόντων των απομενουσών των απομενόντων
    αιτιατική τους απομένοντες τις απομένουσες τα απομένοντα
     κλητική απομένοντες απομένουσες απομένοντα
Ίδιες είναι οι αρχαίες καταλήξεις για τα τρία γένη: -ων, -ουσα, -ον
* παλιότερος λόγιος τύπος
ομάδα 'τρέχων', Κατηγορία όπως «απάδων» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

απομένων < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἀπομένων, μετοχή ενεργητικού ενεστώτα του ρήματος ἀπομένω

Μετοχή

απομένων

Συγγενικά

  • εναπομείνας

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.