απολωλός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το απολωλός τα απολωλότα
      γενική του απολωλότος των απολωλότων
    αιτιατική το απολωλός τα απολωλότα
     κλητική απολωλός απολωλότα
Κατηγορία όπως «γεγονός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

απολωλός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀπολωλός[1], ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο της μετοχής ἀπολωλώς < αρχαία ελληνική ἀπόλλυμι

Ουσιαστικό

απολωλός ουδέτερο, [2] ή ουδέτερο μετοχής [3]

  1. (λαϊκότροπο) άτομο που έχει ξεστρατίσει, που έχει χάσει τον ηθικό του προσανατολισμό, που έχει φύγει απ’ την οικογένεια
     συνώνυμα: απολωλός πρόβατο
  2. (λαϊκότροπο) χαμένος
  3. (λαϊκότροπο) ελαφρόμυαλος

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. Από τη βιβλική παραβολή: «εἶπε δὲ πρὸς αὐτοὺς τὴν παραβολὴν ταύτην λέγων· 4 Τίς ἄνθρωπος ἐξ ὑμῶν ἔχων ἑκατὸν πρόβατα καὶ ἀπολέσας ἓν ἐξ αὐτῶν, οὐ καταλείπει τὰ ἐνενήκοντα ἐννέα ἐν τῇ ἐρήμῳ καὶ πορεύεται ἐπὶ τὸ ἀπολωλὸς ἕως οὗ εὕρῃ αὐτό; 5 καὶ εὑρὼν ἐπιτίθησιν ἐπὶ τοὺς ὤμους αὐτοῦ χαίρων, 6 καὶ ἐλθὼν εἰς τὸν οἶκον συγκαλεῖ τοὺς φίλους καὶ τοὺς γείτονας λέγων αὐτοῖς· συγχάρητέ μοι, ὅτι εὗρον τὸ πρόβατόν μου τὸ ἀπολωλός. 7 λέγω ὑμῖν ὅτι οὕτω χαρὰ ἔσται ἐν τῷ οὐρανῷ ἐπὶ ἑνὶ ἁμαρτωλῷ μετανοοῦντι ἢ ἐπὶ ἐνενήκοντα ἐννέα δικαίοις, οἵτινες οὐ χρείαν ἔχουσιν μετανοίας (Κατά Λουκάν, ιε’, 3-7)
  2. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
  3. απολωλός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.