ἀπολωλώς

Αρχαία ελληνικά (grc)

γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική ἀπολωλώς ἀπολωλυῖᾰ τὸ ἀπολωλός
      γενική τοῦ ἀπολωλότος τῆς ἀπολωλυίᾱς τοῦ ἀπολωλότος
      δοτική τῷ ἀπολωλότ τῇ ἀπολωλυίᾳ τῷ ἀπολωλότ
    αιτιατική τὸν ἀπολωλότ τὴν ἀπολωλυῖᾰν τὸ ἀπολωλός
     κλητική ! ἀπολωλώς ἀπολωλυῖᾰ ἀπολωλός
 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ ἀπολωλότες αἱ ἀπολωλυῖαι τὰ ἀπολωλότ
      γενική τῶν ἀπολωλότων τῶν ἀπολωλυιῶν τῶν ἀπολωλότων
      δοτική τοῖς ἀπολωλόσῐ(ν) ταῖς ἀπολωλυίαις τοῖς ἀπολωλόσῐ(ν)
    αιτιατική τοὺς ἀπολωλότᾰς τὰς ἀπολωλυίᾱς τὰ ἀπολωλότ
     κλητική ! ἀπολωλότες ἀπολωλυῖαι ἀπολωλότ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ ἀπολωλότε τὼ ἀπολωλυίᾱ τὼ ἀπολωλότε
      γεν-δοτ τοῖν ἀπολωλότοιν τοῖν ἀπολωλυίαιν τοῖν ἀπολωλότοιν
3η&1η κλίση, Κατηγορία 'λελυκώς' όπως «λελυκώς» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Μετοχή

ἀπολωλώς, -υῖα, -ός

  • ἀπολωλεκώς (του παρακειμένου ἀπολώλεκα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.