αποκατεστημένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | αποκατεστημένος | η | αποκατεστημένη | το | αποκατεστημένο |
| γενική | του | αποκατεστημένου | της | αποκατεστημένης | του | αποκατεστημένου |
| αιτιατική | τον | αποκατεστημένο | την | αποκατεστημένη | το | αποκατεστημένο |
| κλητική | αποκατεστημένε | αποκατεστημένη | αποκατεστημένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | αποκατεστημένοι | οι | αποκατεστημένες | τα | αποκατεστημένα |
| γενική | των | αποκατεστημένων | των | αποκατεστημένων | των | αποκατεστημένων |
| αιτιατική | τους | αποκατεστημένους | τις | αποκατεστημένες | τα | αποκατεστημένα |
| κλητική | αποκατεστημένοι | αποκατεστημένες | αποκατεστημένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
αποκατεστημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος αποκαθιστώ
Μετοχή
αποκατεστημένος, -η, -ο (και λιγότερο λόγια, αποκαταστημένος)
- που έχει αποκατασταθεί οικονομικά, που έχει οικονομική ευρωστία, άνεση, που δεν έχει οικονομικά προβλήματα
- (για γυναίκα, παρωχημένο) που έχει παντρευτεί, με την έννοια της οικονομικής αποκατάστασης αλλά και της κοινωνικής -δεν θεωρείτο πλέον περιθωριακή ως γεροντοκόρη, εντασσόταν στο κοινωνικό σύνολο και αποκαθίστατο
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.