ευρωστία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | ευρωστία | οι | ευρωστίες |
| γενική | της | ευρωστίας | των | ευρωστιών |
| αιτιατική | την | ευρωστία | τις | ευρωστίες |
| κλητική | ευρωστία | ευρωστίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ευρωστία < αρχαία ελληνική εὐρωστία
Ουσιαστικό
ευρωστία θηλυκό
Μεταφράσεις
ευρωστία
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.