ευρωστία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ευρωστία οι ευρωστίες
      γενική της ευρωστίας των ευρωστιών
    αιτιατική την ευρωστία τις ευρωστίες
     κλητική ευρωστία ευρωστίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ευρωστία < αρχαία ελληνική εὐρωστία

Ουσιαστικό

ευρωστία θηλυκό

  1. σωματική δύναμη και υγεία, ισχύς
  2. (μεταφορικά) ισχύς, ακμή
      οικονομική ευρωστία

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.