αποκαθίσταμαι
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- αποκαθίσταμαι < αρχαία ελληνική ἀποκαθίσταμαι, μέση φωνή του ἀποκαθίστημι
Ρήμα
αποκαθίσταμαι, στ.μέλλ.: θα αποκατασταθώ, αόρ.: αποκαταστάθηκα, μτχ.π.π.: αποκατεστημένος
- (για ανθρώπους) με αποκαθιστούν ή με δικές μου πρωτοβουλίες ξαναβρίσκω τη θέση που είχα παλιότερα στα μάτια κάποιου/κάποιων ή την κοινωνική μου υπόληψη (αν είχε θιγεί), την δουλειά μου (αν είχα υποβιβαστεί), το βαθμό μου (αν μου είχε αφαιρεθεί), κοινωνικά (όταν έχω εκτεθεί ενώ ήμουν αθώος καταγγελιών), επανορθώνεται π.χ. μία αδικία
- (γ΄ πρόσωπο, για πράγματα) διορθώνεται, επισκευάζεται κάτι
- Αποκαθίσταται το μνημείο, το διατηρητέο κτήριο, το κύρος, η υπόληψη, η αλήθεια, η υγεία, η κυκλοφορία στους δρόμους, η τάξη, η ηρεμία, η τηλεφωνική επικοινωνία, η βλάβη κ.λπ.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.