περιθωριακός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | περιθωριακός | η | περιθωριακή | το | περιθωριακό |
| γενική | του | περιθωριακού | της | περιθωριακής | του | περιθωριακού |
| αιτιατική | τον | περιθωριακό | την | περιθωριακή | το | περιθωριακό |
| κλητική | περιθωριακέ | περιθωριακή | περιθωριακό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | περιθωριακοί | οι | περιθωριακές | τα | περιθωριακά |
| γενική | των | περιθωριακών | των | περιθωριακών | των | περιθωριακών |
| αιτιατική | τους | περιθωριακούς | τις | περιθωριακές | τα | περιθωριακά |
| κλητική | περιθωριακοί | περιθωριακές | περιθωριακά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- περιθωριακός < περιθώρι(ο) + -ακός
Επίθετο
περιθωριακός, -ή, -ό
Συγγενικά
- περιθωριακά
- → δείτε τις λέξεις περιθώριο, περί και θεωρώ
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.