αποκήρυξη
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | αποκήρυξη | οι | αποκηρύξεις |
| γενική | της | αποκήρυξης* | των | αποκηρύξεων |
| αιτιατική | την | αποκήρυξη | τις | αποκηρύξεις |
| κλητική | αποκήρυξη | αποκηρύξεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, αποκηρύξεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- αποκήρυξη < (ελληνιστική κοινή) ἀποκήρυξις
Ουσιαστικό
αποκήρυξη θηλυκό
- η ενέργεια και το αποτέλεσμα του αποκηρύσσω
- η απάρνηση απόψεων, πεποιθήσεων κ.λπ. και η ενδεχόμενη αποδοκιμασία τους
- (νομικός όρος) η -δημόσια και επίσημη- απάρνηση τέκνου
- ≈ συνώνυμα: αποκλήρωση
- ≠ αντώνυμα: αναγνώριση
Συγγενικά
- → δείτε τις λέξεις αποκηρύσσω, κηρύσσω και κήρυκας
Μεταφράσεις
αποκήρυξη
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.