απάρνηση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η απάρνηση οι απαρνήσεις
      γενική της απάρνησης* των απαρνήσεων
    αιτιατική την απάρνηση τις απαρνήσεις
     κλητική απάρνηση απαρνήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, απαρνήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

απάρνηση < (ελληνιστική κοινή) ἀπάρνησις

Ουσιαστικό

απάρνηση θηλυκό

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.