αποδιδόμενος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | αποδιδόμενος | η | αποδιδόμενη | το | αποδιδόμενο |
| γενική | του | αποδιδόμενου | της | αποδιδόμενης | του | αποδιδόμενου |
| αιτιατική | τον | αποδιδόμενο | την | αποδιδόμενη | το | αποδιδόμενο |
| κλητική | αποδιδόμενε | αποδιδόμενη | αποδιδόμενο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | αποδιδόμενοι | οι | αποδιδόμενες | τα | αποδιδόμενα |
| γενική | των | αποδιδόμενων | των | αποδιδόμενων | των | αποδιδόμενων |
| αιτιατική | τους | αποδιδόμενους | τις | αποδιδόμενες | τα | αποδιδόμενα |
| κλητική | αποδιδόμενοι | αποδιδόμενες | αποδιδόμενα | |||
| ομάδα 'εισαγόμενος', Κατηγορία όπως «εισαγόμενος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /a.po.ðiˈðo.me.nos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐πο‐δι‐δό‐με‐νος
Μετοχή
αποδιδόμενος, -η, -ο
Μεταφράσεις
αποδιδόμενος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.