Αριστοτέλης

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Αριστοτέλης οι Αριστοτέληδες
      γενική του Αριστοτέλη των Αριστοτέληδων
    αιτιατική τον Αριστοτέλη τους Αριστοτέληδες
     κλητική Αριστοτέλη Αριστοτέληδες
Κατηγορία όπως «μανάβης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Αριστοτέλης < αρχαία ελληνική Ἀριστοτέλης

Κύριο όνομα

Αριστοτέλης αρσενικό

  1. ανδρικό όνομα
     δείτε και τα ονόματα Αρίστος και Τέλης (υποκοριστικά, χαϊδευτικά)
  2. επιφανής αρχαίος Έλληνας φιλόσοφος (384-322 π.Χ.)

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.