émigrer

Γαλλικά (fr)

Ετυμολογία

  • émigrer < από το λατινικό emigrare (la)

Ρήμα

émigrer (fr) θηλυκό

  1. μεταναστεύω, εξέρχομαι από τη χώρα, μισεύω, αποδημώ
  2. λέγεται επίσης για ζώα που εγκαταλείπουν περιοδικά ένα μέρος για να εγκατασταθούν αλλού

Συγγενικά

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.