Ἥλιος

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική Ἥλιος
      γενική τοῦ Ἡλίου
      δοτική τῷ Ἡλί
    αιτιατική τὸν Ἥλιον
     κλητική ! Ἥλιε
2η κλίση, Κατηγορία 'θρίαμβος' όπως «θρίαμβος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Ἥλιος < ἥλιος

Κύριο όνομα

Ἥλιος αρσενικό

Εκφράσεις

  • μὰ τὸν Ἥλιον
  • νὴ τὸν Ἥλιον

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.