απεγκατεστημένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | απεγκατεστημένος | η | απεγκατεστημένη | το | απεγκατεστημένο |
| γενική | του | απεγκατεστημένου | της | απεγκατεστημένης | του | απεγκατεστημένου |
| αιτιατική | τον | απεγκατεστημένο | την | απεγκατεστημένη | το | απεγκατεστημένο |
| κλητική | απεγκατεστημένε | απεγκατεστημένη | απεγκατεστημένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | απεγκατεστημένοι | οι | απεγκατεστημένες | τα | απεγκατεστημένα |
| γενική | των | απεγκατεστημένων | των | απεγκατεστημένων | των | απεγκατεστημένων |
| αιτιατική | τους | απεγκατεστημένους | τις | απεγκατεστημένες | τα | απεγκατεστημένα |
| κλητική | απεγκατεστημένοι | απεγκατεστημένες | απεγκατεστημένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- απεγκατεστημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος απεγκαθιστώ
Προφορά
- ΔΦΑ : /a.peŋ.ɡa.te.stiˈme.nos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐πε‐γκα‐τε‐στη‐μέ‐νος
Μετοχή
απεγκατεστημένος, απεγκατεστημένη, απεγκατεστημένο
- που έχει απεγκατασταθεί, που δεν είναι πλέον εγκατεστημένος
- ↪ τα απεγκατεστημένα προγράμματα υπολογιστών
- ↪ απεγκατεστημένες εφαρμογές/μονάδες
- απεγκαταστημένος (χωρίς εσωτερική αύξηση)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.