απαυδισμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | απαυδισμένος | η | απαυδισμένη | το | απαυδισμένο |
| γενική | του | απαυδισμένου | της | απαυδισμένης | του | απαυδισμένου |
| αιτιατική | τον | απαυδισμένο | την | απαυδισμένη | το | απαυδισμένο |
| κλητική | απαυδισμένε | απαυδισμένη | απαυδισμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | απαυδισμένοι | οι | απαυδισμένες | τα | απαυδισμένα |
| γενική | των | απαυδισμένων | των | απαυδισμένων | των | απαυδισμένων |
| αιτιατική | τους | απαυδισμένους | τις | απαυδισμένες | τα | απαυδισμένα |
| κλητική | απαυδισμένοι | απαυδισμένες | απαυδισμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- απαυδισμένος: μετοχή παθητικού παρακειμένου απαυδώ / απαυδίζω
Μετοχή
απαυδισμένος, -η, -ο
- που έχει απαυδήσει, δεν αντέχει άλλο, έχει αγανακτήσει, δεν έχει πια άλλη υπομονή
- Τα παράτησε όλα σύξυλα απαυδισμένος με/από την τακτική τους
Συγγενικά
- απαυδισμένα / απαυδημένα
- → δείτε τη λέξη απαυδώ
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.