απαυδώ
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- απαυδώ < αρχαία ελληνική ἀπαυδάω / ἀπαυδῶ < ἀπό + αὐδή < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *h₂weyd-
Ρήμα
απαυδώ
- (κυριολεκτικά) (λόγιο) αδυνατώ να μιλήσω πλέον
- (μεταφορικά) (λόγιο) χάνω την υπομονή και τις αντοχές μου
- Όσοι, πάλι, συναλλάσσονται έχουν απαυδήσει από το φόρτο και από τη αδικία με την άνιση κατανομή του προσωπικού ώστε μιλούν βιαστικά, δεν περιμένουν, γίνονται αγενείς! (*)
- ≈ συνώνυμα: α. αποκάνω, βαριέμαι, εξαντλούμαι, κουράζομαι, β. (δευτερευόντως όμως συχνό) τσαντίζομαι
- (μεταφορικά) (λόγιο) απελπίζομαι
Συγγενικά
- απαυδημένα / απαυδισμένα
- απαυδημένος / απαυδισμένος
- απαυδημός / απαυδισμός
- → δείτε τις λέξεις άδω, αοιδός και αηδόνι
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.