απαστράπτων
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | απαστράπτων & απαστράπτοντας |
η | απαστράπτουσα | το | απαστράπτον |
| γενική | του | απαστράπτοντος & απαστράπτοντα |
της | απαστράπτουσας & απαστραπτούσης* |
του | απαστράπτοντος |
| αιτιατική | τον | απαστράπτοντα | την | απαστράπτουσα | το | απαστράπτον |
| κλητική | απαστράπτων & απαστράπτοντα |
απαστράπτουσα | απαστράπτον | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | απαστράπτοντες | οι | απαστράπτουσες | τα | απαστράπτοντα |
| γενική | των | απαστραπτόντων | των | απαστραπτουσών | των | απαστραπτόντων |
| αιτιατική | τους | απαστράπτοντες | τις | απαστράπτουσες | τα | απαστράπτοντα |
| κλητική | απαστράπτοντες | απαστράπτουσες | απαστράπτοντα | |||
| Ίδιες είναι οι αρχαίες καταλήξεις για τα τρία γένη: -ων, -ουσα, -ον Οι δεύτεροι τύποι του αρσενικού, νεότερες μορφές. * παλιότερος λόγιος τύπος | ||||||
| ομάδα 'τρέχων', Κατηγορία όπως «τρέχων» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- απαστράπτων < μετοχή ενεργητικού ενεστώτα του ρήματος ἀπαστράπτω (αρχαία ελληνική)[1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /a.paˈstɾa.pton/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐πα‐στρά‐πτων
Συνώνυμα
Αναφορές
- απαστράπτων - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.