απαστράπτων

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο απαστράπτων
& απαστράπτοντας
η απαστράπτουσα το απαστράπτον
      γενική του απαστράπτοντος
& απαστράπτοντα
της απαστράπτουσας
& απαστραπτούσης*
του απαστράπτοντος
    αιτιατική τον απαστράπτοντα την απαστράπτουσα το απαστράπτον
     κλητική απαστράπτων
& απαστράπτοντα
απαστράπτουσα απαστράπτον
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι απαστράπτοντες οι απαστράπτουσες τα απαστράπτοντα
      γενική των απαστραπτόντων των απαστραπτουσών των απαστραπτόντων
    αιτιατική τους απαστράπτοντες τις απαστράπτουσες τα απαστράπτοντα
     κλητική απαστράπτοντες απαστράπτουσες απαστράπτοντα
Ίδιες είναι οι αρχαίες καταλήξεις για τα τρία γένη: -ων, -ουσα, -ον
Οι δεύτεροι τύποι του αρσενικού, νεότερες μορφές.
* παλιότερος λόγιος τύπος
ομάδα 'τρέχων', Κατηγορία όπως «τρέχων» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

απαστράπτων < μετοχή ενεργητικού ενεστώτα του ρήματος ἀπαστράπτω (αρχαία ελληνική)[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /a.paˈstɾa.pton/
τυπογραφικός συλλαβισμός: απαστράπτων

Μετοχή

απαστράπτων, -ουσα, -ον

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.