φωτοβόλος
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- φωτοβόλος < αρχαία ελληνική φωτοβόλος
Επίθετο
φωτοβόλος
- που ρίχνει άπλετο φως, φωτίζει, εκπέμπει φως, ακτινοβολεί
Συνώνυμα
- λαμπυρίζων
- λαμποφέγγων
Μεταφράσεις
κυριολεκτικά
πνευματικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.