το λακωνίζειν εστί φιλοσοφείν
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- το λακωνίζειν εστί φιλοσοφείν < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική τὸ λακωνίζειν ἐστὶ(ν) φιλοσοφεῖν < από φράση «τὸ λακωνίζειν πολὺ μᾶλλόν ἐστιν φιλοσοφεῖν ἢ φιλογυμναστεῖν» στο έργο Πρωταγόρας του αθηναίου φιλοσόφου Πλάτωνος
Παροιμία
το λακωνίζειν εστί φιλοσοφείν
- (αρχαιοπρεπές) δηλώνει την αξία του να εκφράζεται κανείς κατά τρόπο σύντομο και περιεκτικό
- ≈ συνώνυμα: η σιωπή είναι χρυσός, τα λίγα λόγια ζάχαρη και τα καθόλου μέλι, τα πολλά λόγια είναι φτώχ(ε)ια
- (κυριολεκτικά) το να είναι κανείς λακωνικός, να λακωνίζει (το λακωνίζειν), σημαίνει να είναι φιλόσοφος, να φιλοσοφεί (εστί φιλοσοφείν)
Μεταφράσεις
το λακωνίζειν εστί φιλοσοφείν
|
Πηγές
- τὸ λακωνίζειν ἐστὶ φιλοσοφεῖν - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- λακωνίζω - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.