το λακωνίζειν εστί φιλοσοφείν

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

το λακωνίζειν εστί φιλοσοφείν < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική τὸ λακωνίζειν ἐστὶ(ν) φιλοσοφεῖν < από φράση «τὸ λακωνίζειν πολὺ μᾶλλόν ἐστιν φιλοσοφεῖν ἢ φιλογυμναστεῖν» στο έργο Πρωταγόρας του αθηναίου φιλοσόφου Πλάτωνος

Παροιμία

το λακωνίζειν εστί φιλοσοφείν

  1. (αρχαιοπρεπές) δηλώνει την αξία του να εκφράζεται κανείς κατά τρόπο σύντομο και περιεκτικό
     συνώνυμα: η σιωπή είναι χρυσός, τα λίγα λόγια ζάχαρη και τα καθόλου μέλι, τα πολλά λόγια είναι φτώχ(ε)ια
  2. (κυριολεκτικά) το να είναι κανείς λακωνικός, να λακωνίζει (το λακωνίζειν), σημαίνει να είναι φιλόσοφος, να φιλοσοφεί (εστί φιλοσοφείν)

Μεταφράσεις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.