φερειπείν

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

φερειπείν < (ελληνιστική κοινή) φέρ' εἰπεῖν < φέρω + εἰπεῖν

Έκφραση

φερειπείν (& φέρ' ειπείν)

  • (λόγιο) για να φέρουμε ένα παράδειγμα
    • Καὶ αὐτὰ τὰ ψεύματά της, ὅσα ἔλεγε, ἐγίνοντο ἀκούσιαι ἀλήθειαι δι' αὐτήν. Ὅπως, φέρ' εἰπεῖν, ὅταν, μετὰ τὸ μαχαίρωμα τὸ ὁποῖον εἶχεν ὑποστῆ ἀπὸ τὸν ἀδελφόν της, ἀπαντῶσα εἰς τὰς ἐταστικᾶς ἐρωτήσεις τοῦ χωροφύλακος, ἔλεγεν: «Εἶχα πόνο καὶ ζάλη!» (Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, Η Φόνισσα/Κεφάλαιο Δ)
    • Ο τύπος «Οκτώμβριος» είναι περιφρονημένος, πρέπει να το παραδεχτούμε, επειδή ακούγεται λαϊκός, σαν τον συγγενή από το χωριό που δεν τον παρουσιάζουμε για να μη μας φέρουν σε δύσκολη θέση οι τρόποι του· ενώ το να πεις, φερειπείν, «εξεμέτρησε τα προς το ζην», το οποίο επί της ουσίας είναι τρίδιπλο λάθος, συγχωρείται, επειδή αναβαπτίζεται στην τρισχιλιόχρονη κολυμπήθρα. (*)

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.