φαίνεσθαι

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

φαίνεσθαι < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική φαίνεσθαι απαρέμφατο μέσου ενεστώτα του φαίνω

Ουσιαστικό

φαίνεσθαι ουδέτερο άκλιτο (λόγιο, αρχαιοπρεπές)

  1. (κυριολεκτικά) αυτό που φαίνεται, που βλέπεται
  2. (μεταφορικά) το ψευδές, εν αντιθέσει προς το αληθές
    Το φαίνεσθαι και το είναι.
     αντώνυμα: είναι
  3. η προσποίηση
    Το έκανε μόνο για το φαίνεσθαι, αλλά στ' αλήθεια δε νοιώθει έτσι.
     συνώνυμα: θέατρο, βιτρίνα

Μεταφράσεις

Αρχαία ελληνικά (grc)

Απαρέμφατο

φαίνεσθαι

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.