απίθανος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | απίθανος | η | απίθανη | το | απίθανο |
| γενική | του | απίθανου | της | απίθανης | του | απίθανου |
| αιτιατική | τον | απίθανο | την | απίθανη | το | απίθανο |
| κλητική | απίθανε | απίθανη | απίθανο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | απίθανοι | οι | απίθανες | τα | απίθανα |
| γενική | των | απίθανων | των | απίθανων | των | απίθανων |
| αιτιατική | τους | απίθανους | τις | απίθανες | τα | απίθανα |
| κλητική | απίθανοι | απίθανες | απίθανα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- απίθανος < αρχαία ελληνική ἀπίθανος < στερητικό ἀ- + πιθανός
Επίθετο
απίθανος -η -ο
- που έχει μικρή πιθανότητα να συμβεί· μη πιθανός, μη ενδεχόμενος
- εξαιρετικός, πολύ καλός
- μμμ, το φαγητό ήταν απίθανο!
Μεταφράσεις
μη πιθανός
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.