long shot

Αγγλικά (en)

      ενικός         πληθυντικός  
long shot long shots

Ετυμολογία

long shot <  δείτε τις λέξεις long και shot

Από τη ναυτική γλώσσα: τα πυροβόλα των πλοίων ήταν απίθανο να βρουν το στόχο τους αν αυτός ήταν μακριά

Πολυλεκτικός όρος

long shot (en)

  1. (ιδιωματισμός) η τολμηρή εικασία, η επισφαλής μαντεψιά
    It was a long shot.
    Ήταν μια τολμηρή εικασία.
  2. κάτι το απίθανο να συμβεί ή να επιτύχει, χαμηλής πιθανότητας δυνητική-δυνάμενη επιτυχία

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.