απηχητικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο απηχητικός η απηχητική το απηχητικό
      γενική του απηχητικού της απηχητικής του απηχητικού
    αιτιατική τον απηχητικό την απηχητική το απηχητικό
     κλητική απηχητικέ απηχητική απηχητικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι απηχητικοί οι απηχητικές τα απηχητικά
      γενική των απηχητικών των απηχητικών των απηχητικών
    αιτιατική τους απηχητικούς τις απηχητικές τα απηχητικά
     κλητική απηχητικοί απηχητικές απηχητικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

απηχητικός < απήχηση + -τικός

Επίθετο

απηχητικός, -ή. -ό

  • που έχει σχέση με την απήχηση, αναφέρεται σ' αυτή ή την δημιουργεί

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.