απεραντολογία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η απεραντολογία οι απεραντολογίες
      γενική της απεραντολογίας των απεραντολογιών
    αιτιατική την απεραντολογία τις απεραντολογίες
     κλητική απεραντολογία απεραντολογίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

απεραντολογία < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἀπεραντολογία[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /a.pe.ɾan.do.loˈʝi.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: απεραντολογία

Ουσιαστικό

απεραντολογία θηλυκό

Συνώνυμα

Αντώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.