υπήνεμος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο υπήνεμος η υπήνεμη το υπήνεμο
      γενική του υπήνεμου της υπήνεμης του υπήνεμου
    αιτιατική τον υπήνεμο την υπήνεμη το υπήνεμο
     κλητική υπήνεμε υπήνεμη υπήνεμο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι υπήνεμοι οι υπήνεμες τα υπήνεμα
      γενική των υπήνεμων των υπήνεμων των υπήνεμων
    αιτιατική τους υπήνεμους τις υπήνεμες τα υπήνεμα
     κλητική υπήνεμοι υπήνεμες υπήνεμα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

υπήνεμος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ὑπήνεμος[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /iˈpi.ne.mos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: υπήνεμος

Επίθετο

υπήνεμος, -η, -ο

Αντώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.