υπήνεμος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | υπήνεμος | η | υπήνεμη | το | υπήνεμο |
| γενική | του | υπήνεμου | της | υπήνεμης | του | υπήνεμου |
| αιτιατική | τον | υπήνεμο | την | υπήνεμη | το | υπήνεμο |
| κλητική | υπήνεμε | υπήνεμη | υπήνεμο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | υπήνεμοι | οι | υπήνεμες | τα | υπήνεμα |
| γενική | των | υπήνεμων | των | υπήνεμων | των | υπήνεμων |
| αιτιατική | τους | υπήνεμους | τις | υπήνεμες | τα | υπήνεμα |
| κλητική | υπήνεμοι | υπήνεμες | υπήνεμα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- υπήνεμος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ὑπήνεμος[1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /iˈpi.ne.mos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : υ‐πή‐νε‐μος
Αντώνυμα
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη άνεμος
Μεταφράσεις
υπήνεμος
|
Αναφορές
- υπήνεμος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.