απάγκειος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | απάγκειος | η | απάγκεια | το | απάγκειο |
| γενική | του | απάγκειου | της | απάγκειας | του | απάγκειου |
| αιτιατική | τον | απάγκειο | την | απάγκεια | το | απάγκειο |
| κλητική | απάγκειε | απάγκεια | απάγκειο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | απάγκειοι | οι | απάγκειες | τα | απάγκεια |
| γενική | των | απάγκειων | των | απάγκειων | των | απάγκειων |
| αιτιατική | τους | απάγκειους | τις | απάγκειες | τα | απάγκεια |
| κλητική | απάγκειοι | απάγκειες | απάγκεια | |||
| Προφέρεται με συνίζηση ως παροξύτονο. | ||||||
| ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- απάγκειος < από + αρχαία ελληνική ἄγκος + κατάληξη -ειος, παλιότερη γραφή[1]
Με σχόλιο, ότι η αρχαία «ἄγκος» υπαγορεύει κατάληξη -ειος.</ref>
Προφορά
- ΔΦΑ : /aˈpaŋ.ɟos/ & /aˈpa.ɟos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐πά‐γκειος
Συγγενικά
Μεταφράσεις
απάγκειος
|
Αναφορές
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.