αξιότιμος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αξιότιμος η αξιότιμη το αξιότιμο
      γενική του αξιότιμου της αξιότιμης του αξιότιμου
    αιτιατική τον αξιότιμο την αξιότιμη το αξιότιμο
     κλητική αξιότιμε αξιότιμη αξιότιμο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αξιότιμοι οι αξιότιμες τα αξιότιμα
      γενική των αξιότιμων των αξιότιμων των αξιότιμων
    αιτιατική τους αξιότιμους τις αξιότιμες τα αξιότιμα
     κλητική αξιότιμοι αξιότιμες αξιότιμα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

αξιότιμος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀξιότιμος (υψηλής αξίας), σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική honorable[1] Συγχρονικά αναλύεται σε αξιό- + τιμ(ή) + -ος

Προφορά

ΔΦΑ : /a.ksiˈo.ti.mos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αξιότιμος

Επίθετο

αξιότιμος, -η, -ο

  1. που αξίζει να τον τιμούν
  2. (προσφώνηση) τυπικός χαρακτηρισμός ή προσφώνηση πριν από το όνομα ή τον τίτλο κάποιου
    ο αξιότιμος κύριος Χ

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.