honourable

Αγγλικά (en)

παραθετικά
θετικός honourable
συγκριτικός more honourable
υπερθετικός most honourable

Επίθετο

honourable (en) (βρετανική γραφή)

  1. έντιμος, που επιδεικνύει ανώτερες ηθικές αρχές
    an honourable citizen - έντιμος πολίτης
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη respectable
  2. τιμητικός, που επιτρέπει σε κάποιον να διατηρήσει το καλό του όνομα και το σεβασμό των άλλων
    an honourable discharge - τιμητική αποστρατεία
  3. αξιότιμος

  • honorable (αμερικανική γραφή)

Συγγενικά

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.