honourable
Αγγλικά (en)
| παραθετικά | |
| θετικός | honourable |
| συγκριτικός | more honourable |
| υπερθετικός | most honourable |
Επίθετο
honourable (en) (βρετανική γραφή)
- έντιμος, που επιδεικνύει ανώτερες ηθικές αρχές
- ↪ an honourable citizen - έντιμος πολίτης
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη respectable
- τιμητικός, που επιτρέπει σε κάποιον να διατηρήσει το καλό του όνομα και το σεβασμό των άλλων
- ↪ an honourable discharge - τιμητική αποστρατεία
- αξιότιμος
- honorable (αμερικανική γραφή)
Συγγενικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.