βαθμοφόρος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο βαθμοφόρος οι βαθμοφόροι
      γενική του βαθμοφόρου των βαθμοφόρων
    αιτιατική τον βαθμοφόρο τους βαθμοφόρους
     κλητική βαθμοφόρε βαθμοφόροι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

βαθμοφόρος < βαθμ(ός) + -ο- + -φόρος (< φέρω)

Ουσιαστικό

βαθμοφόρος αρσενικό

  • στον στρατό, αυτός που φέρει βαθμό ανώτερο του στρατιώτη

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.