αξεδιάλυτα
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- αξεδιάλυτα < αξεδιάλυτος + -α
Επίρρημα
αξεδιάλυτα
- χωρίς να μπορούμε να το ξεδιαλύνουμε, να το διαλευκάνουμε
- χωρίς να μπορούμε να τα διαχωρίσουμε
- Συγγραφέας και δημοσιογράφος. Αξεδιάλυτα. Ο δημοσιογράφος Καμύ είναι απόλυτα επίκαιρος, όσο ο συγγραφέας. (*)
Μεταφράσεις
αναπόσπαστα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.