ανοργωσιά
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | ανοργωσιά | οι | ανοργωσιές |
| γενική | της | ανοργωσιάς | των | ανοργωσιών |
| αιτιατική | την | ανοργωσιά | τις | ανοργωσιές |
| κλητική | ανοργωσιά | ανοργωσιές | ||
| Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /a.noɾ.ɣoˈsça/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐νορ‐γω‐σιά
- παρώνυμο: ανοργανωσιά
Μεταφράσεις
ανοργωσιά
|
|
Αναφορές
- ανοργωσιά - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.