αντονομασία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | αντονομασία | οι | αντονομασίες |
| γενική | της | αντονομασίας | των | αντονομασιών |
| αιτιατική | την | αντονομασία | τις | αντονομασίες |
| κλητική | αντονομασία | αντονομασίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- αντονομασία < (ελληνιστική κοινή) ἀντονομασία < ἀντί (αντ-) + αρχαία ελληνική ὀνομασία
Προφορά
- ΔΦΑ : /an.do.no.maˈsi.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐ντο‐νο‐μα‐σί‐α
| παραδείγματα αντονομασίας με περίφραση
παράγωγο εθνικού ονόματος, πατριδωνυμικού
|
Ουσιαστικό
αντονομασία θηλυκό
- σχήμα λόγου όπου αντικαθίσταται κάποιο όνομα (κύριο ή προσηγορικό) από συνώνυμη λέξη ή φράση
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη όνομα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.