αντισύλληψη

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αντισύλληψη οι αντισυλλήψεις
      γενική της αντισύλληψης των αντισυλλήψεων
    αιτιατική την αντισύλληψη τις αντισυλλήψεις
     κλητική αντισύλληψη αντισυλλήψεις
Η λόγια γενική ενικού σε -εως δε συνηθίζεται σε νεότερες λέξεις.
Κατηγορία όπως «παγκοσμιοποίηση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αντισύλληψη < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

αντισύλληψη θηλυκό

  • (ιατρική) μέθοδος που σκοπό έχει την παρεμπόδιση της εγκυμοσύνης

Συγγενικά

μερική συνωνυμία

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.