αντισεισμικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αντισεισμικός η αντισεισμική το αντισεισμικό
      γενική του αντισεισμικού της αντισεισμικής του αντισεισμικού
    αιτιατική τον αντισεισμικό την αντισεισμική το αντισεισμικό
     κλητική αντισεισμικέ αντισεισμική αντισεισμικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αντισεισμικοί οι αντισεισμικές τα αντισεισμικά
      γενική των αντισεισμικών των αντισεισμικών των αντισεισμικών
    αιτιατική τους αντισεισμικούς τις αντισεισμικές τα αντισεισμικά
     κλητική αντισεισμικοί αντισεισμικές αντισεισμικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

αντισεισμικός < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική antisismique[1] [2] < anti- + sismique < αρχαία ελληνική σεισμός < σείω

Προφορά

ΔΦΑ : /an.di.si.zmiˈkos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αντισεισμικός

Επίθετο

αντισεισμικός, -ή, -ό

  1. που έχει σχέση με τα μέτρα πρόληψης, προστασίας και αντιμετώπισης των σεισμών και των συνεπειών τους
  2. που είναι έτσι κατασκευασμένος, ώστε να αντέχει σε σεισμούς (μικρότερης ή μεγαλύτερης έντασης)

Συγγενικά

Μεταφράσεις

  1. αντισεισμικός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. αντισεισμικός - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.