αντισεισμικότητα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αντισεισμικότητα οι αντισεισμικότητες
      γενική της αντισεισμικότητας των αντισεισμικοτήτων
    αιτιατική την αντισεισμικότητα τις αντισεισμικότητες
     κλητική αντισεισμικότητα αντισεισμικότητες
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αντισεισμικότητα < αντισεισμικός + -ότητα

Ουσιαστικό

αντισεισμικότητα θηλυκό

Πηγές

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.