αντιοικονομικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | αντιοικονομικός | η | αντιοικονομική | το | αντιοικονομικό |
| γενική | του | αντιοικονομικού | της | αντιοικονομικής | του | αντιοικονομικού |
| αιτιατική | τον | αντιοικονομικό | την | αντιοικονομική | το | αντιοικονομικό |
| κλητική | αντιοικονομικέ | αντιοικονομική | αντιοικονομικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | αντιοικονομικοί | οι | αντιοικονομικές | τα | αντιοικονομικά |
| γενική | των | αντιοικονομικών | των | αντιοικονομικών | των | αντιοικονομικών |
| αιτιατική | τους | αντιοικονομικούς | τις | αντιοικονομικές | τα | αντιοικονομικά |
| κλητική | αντιοικονομικοί | αντιοικονομικές | αντιοικονομικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- αντιοικονομικός < αντι- + οικονομικός ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική uneconomic)
Προφορά
- ΔΦΑ : /an.di.i.ko.no.miˈkos/
Επίθετο
αντιοικονομικός, -ή, -ό
- που βλάπτει την οικονομία ή δεν κάνει οικονομία, δεν συμφέρει από οικονομικής απόψεως
Συγγενικά
- αντιοικονομικά
- → δείτε τις λέξεις οικονομία, οίκος και νόμος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.