αντιμάμαλο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αντιμάμαλο τα αντιμάμαλα
      γενική του αντιμάμαλου των αντιμάμαλων
    αιτιατική το αντιμάμαλο τα αντιμάμαλα
     κλητική αντιμάμαλο αντιμάμαλα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αντιμάμαλο < αντι- + μάμαλο

Ουσιαστικό

αντιμάμαλο ουδέτερο

  1. (ναυτικός όρος) παλινδρομικός κυματισμός, η επιστροφή ενός κύματος, αφού πρώτα κτυπήσει στα βράχια της ακτής
  2. (ναυτικός όρος) ο αφρός που δημιουργείται από τον κυματισμό
  3. (ναυτικός όρος) (κατ’ επέκταση) φουρτούνα, θαλασσοταραχή
  4. (μεταφορικά) δυσκολία, εμπόδιο, ταλαιπωρία

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.