αντικατοπτρίζομαι
Νέα ελληνικά (el)
Ρήμα
αντικατοπτρίζομαι, π.αόρ.: αντικατοπτρίστηκα, μτχ.π.π.: αντικατοπτρισμένος, (ενεργ.: αντικατοπτρίζω)
- παθητική φωνή του ρήματος αντικατοπτρίζω
Κλίση
- → δείτε την κλίση στο αντικατοπτρίζω
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.