αντικατοπτρισμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | αντικατοπτρισμένος | η | αντικατοπτρισμένη | το | αντικατοπτρισμένο |
| γενική | του | αντικατοπτρισμένου | της | αντικατοπτρισμένης | του | αντικατοπτρισμένου |
| αιτιατική | τον | αντικατοπτρισμένο | την | αντικατοπτρισμένη | το | αντικατοπτρισμένο |
| κλητική | αντικατοπτρισμένε | αντικατοπτρισμένη | αντικατοπτρισμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | αντικατοπτρισμένοι | οι | αντικατοπτρισμένες | τα | αντικατοπτρισμένα |
| γενική | των | αντικατοπτρισμένων | των | αντικατοπτρισμένων | των | αντικατοπτρισμένων |
| αιτιατική | τους | αντικατοπτρισμένους | τις | αντικατοπτρισμένες | τα | αντικατοπτρισμένα |
| κλητική | αντικατοπτρισμένοι | αντικατοπτρισμένες | αντικατοπτρισμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- αντικατοπτρισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου αντικατοπτρίζω
Μεταφράσεις
αντικατοπτρισμένος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.