αντικαπνιστικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | αντικαπνιστικός | η | αντικαπνιστική | το | αντικαπνιστικό |
| γενική | του | αντικαπνιστικού | της | αντικαπνιστικής | του | αντικαπνιστικού |
| αιτιατική | τον | αντικαπνιστικό | την | αντικαπνιστική | το | αντικαπνιστικό |
| κλητική | αντικαπνιστικέ | αντικαπνιστική | αντικαπνιστικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | αντικαπνιστικοί | οι | αντικαπνιστικές | τα | αντικαπνιστικά |
| γενική | των | αντικαπνιστικών | των | αντικαπνιστικών | των | αντικαπνιστικών |
| αιτιατική | τους | αντικαπνιστικούς | τις | αντικαπνιστικές | τα | αντικαπνιστικά |
| κλητική | αντικαπνιστικοί | αντικαπνιστικές | αντικαπνιστικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- αντικαπνιστικός < αντι- + καπνίζω + -τικός ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική antismoking)
Επίθετο
αντικαπνιστικός, -ή, -ό
- (νεολογισμός) που δεν έχει σχέση με το κάπνισμα, είναι αντίθετος με τη συνήθεια αυτή ή συμβάλλει στη διακοπή ή τον περιορισμό της
Συγγενικά
- αντικαπνιστής
- αντικαπνίστρια
- → δείτε τις λέξεις αντί και καπνός
Μεταφράσεις
αντικαπνιστικός
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.